- οἰνομανής
- οἰνομανήςmad formasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οινομανής — ές (ΑΜ οἰνομανής, ές) 1. αυτός που αγαπά υπερβολικά το κρασί, κρασοπατέρας, μπεκρής, μέθυσος 2. αυτός που είναι μανιασμένος μετά το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + μανής (< μαίνομαι*)] … Dictionary of Greek
οἰνομανεῖς — οἰνομανής mad for masc/fem acc pl οἰνομανής mad for masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek
οινομανία — η [οινομανής] ισχυρή τάση για οινοποσία, μανία για κρασί … Dictionary of Greek